γεωμέτρης

γεωμέτρης
(geometra). Κοινή ονομασία γένους λεπιδοπτέρων της οικογένειας των γεωμετριδών. Η ονομασία τους οφείλεται στο γεγονός ότι οι κάμπιες τους –που στερούνται των τριών πρώτων ζευγών κοιλιακών ποδών και διατηρούν μόνο τα δύο τελευταία ζεύγη του έκτου και τελευταίου κοιλιακού τμήματος (μεταμερούς)– μετακινούνται σαν διαβήτες: κάμπτονται και εκτείνονται διαδοχικά δίνοντας έτσι την εντύπωση ότι μετρούν τη Γη. Πολλές από τις κάμπιες των γεωμετριδών εμφανίζουν χρωστικό μιμητισμό και έχουν πράσινο, γκρίζο ή καστανό χρώμα, ενισχύουν μάλιστα την προστασία τους με το να μιμούνται το σχήμα του βλαστού ή του κλαδίσκου όπου βρίσκονται. Πράγματι, σε κατάσταση ηρεμίας κρατούν το σώμα ακίνητο και άκαμπτο και συγκρατούνται πάνω στο υποστήριγμα μόνο με τα πόδια του τελευταίου κοιλιακού μεταμερούς. Σε μερικά γένη, δεν έχουν καθόλου φτερούγες ή έχουν υποτυπώδεις. Από τα πιο χαρακτηριστικά είδη αναφέρονται το geometra papilionaria με πράσινες φτερούγες, το abraxas grossulariata με σώμα και φτερούγες χρώματος υπόλευκου και πολυάριθμες μαύρες στρογγυλές κηλίδες, καθώς και το amphidasis betularius, λευκό με λεπτές μαύρες κηλίδες. Η προνύμφη ενός γεωμέτρη (δεξιά εικονίζεται η αντίστοιχη πεταλούδα) μοιάζει πολύ στο χρώμα, στη μορφή και στη θέση με ένα ξερό κλαδί, ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο την προστασία της. Το χαρακτηριστικό είδος γεωμέτρη geometra papilionaria, του οποίου η προνύμφη (αριστερά) συγχέεται, κατά τρόπο εκπληκτικό, με ένα πράσινο κλαδάκι.
* * *
ο (AM γεωμέτρης)
ο επιστήμονας που έχει ειδικευθεί στη γεωμετρία
νεοελλ.
1. ο αργόσχολος, αυτός που περιφέρεται άσκοπα στους δρόμους σαν να θέλει να τούς μετρήσει
2. αυτός που ασχολείται με απλές τοπογραφικές εργασίες
αρχ.
εκείνος ο οποίος ασχολείται με την καταμέτρηση τής γης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γεω - < γη + -μετρης < μετρώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γεωμέτρης — land measurer masc nom sg (epic ionic) γεωμετρέω measure imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτρης — ο επιστήμονας που έχει ως αντικείμενο τη γεωμετρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γεωμέτρης ή Κυριώτης, Ιωάννης — (; – 989 μ.Χ.). Λόγιος και μαθηματικός. Σπούδασε μαθηματικά κοντά στον πατρίκιο Νικηφόρο. Διακρίθηκε ως λόγιος στις ημέρες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασίλειου του Βουλγαροκτόνου. Αρχικά είχε το αξίωμα του… …   Dictionary of Greek

  • γεωμέτραι — γεωμέτρης land measurer masc nom/voc pl γεωμέτρᾱͅ , γεωμέτρης land measurer masc dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμετρῶν — γεωμέτρης land measurer masc gen pl γεωμετρέω measure pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτραις — γεωμέτρης land measurer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτρη — γεωμέτρης land measurer masc voc sg (epic ionic) γεωμετρέω measure pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) γεωμετρέω measure imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτρην — γεωμέτρης land measurer masc acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτρου — γεωμέτρης land measurer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεωμέτρῃ — γεωμέτρης land measurer masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”